κῡριακός

κῡριακός

κῡριακός, dem Herrn gehörig, ihn betreffend; bes. bei K. S.; κυριακὴ ἡμέρα, der Tag des Herrn, Sonntag; τὸ κυριακὸν δεῖπνον, auch ohne dieses subst., das heilige Abendmahl; τὸ κυριακόν auch = das Haus des Herrn, der Tempel, die Kirche.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… …   Dictionary of Greek

  • κυριακός — κῡριακός , κυριακός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός ο Αγκωνίτης — (Ανκόνα 1391 – Κρεμόνα 1452). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος. Νεότατος άρχισε να ταξιδεύει ως έμπορος σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Περιηγήθηκε πολλές φορές την Ιταλία και τις ελληνικές περιοχές (από το 1412 έως το 1449), φτάνοντας έως την… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Ιωάννης — (Σύρος 1818 – Κωνσταντινούπολη 1869). Ηθοποιός και θιασάρχης του πρώτου ελληνικού θιάσου που εμφανίστηκε στην Αθήνα. Ήταν αδελφός του μετέπειτα δημάρχου Αθηναίων Παναγή Κυριακού. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή με τον θίασο που συγκροτήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Χρήστος — (Αθήνα 1944 –). Σεναριογράφος και λογοτέχνης. Από τους πιο ικανούς σεναριογράφους του εγχώριου κινηματογράφου, κυρίως των δεκαετιών 1960 και 1970, διακρίθηκε επίσης στη δημοσιογραφία και στη μυθιστοριογραφία. Έργα του είναι: Το σπίτι με τον… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβαρέσος, Κυριάκος — (Αθήνα 1884 – 1957). Οικονομολόγος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1911 ως υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το 1918 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρέας, Κυριάκος — (Αθήνα 1902 – 1958). Ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία στο θέατρο, αρχικά ως τενόρος (στην επιθεώρηση Παναθήναια με τον θίασο Παπαϊωάννου, το 1920) και κατόπιν άρχισε να ερμηνεύει με εξαιρετική απόδοση διάφορους κωμικούς ρόλους. Η …   Dictionary of Greek

  • Πιτσικόλι, Κυριακός — (Pizzicolli). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος, γνωστότερος ως Κυριακός ο Αγκωνίτης …   Dictionary of Greek

  • Αγριομάτης, Κυριάκος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Κρανίδι της Αργολίδας. Πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, του Ναυπλίου και της Κορίνθου και πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Νεόκαστρο. Πέθανε το 1865 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”