γῡπιὰς πέτρα, Geierfels, Aesch. Suppl. 809.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυπιάς — ( άδος), η (Α) βράχος που κατοικείται από γύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ + (επίθημα) ιαδ (πρβλ. ορεστιάς, ποντιάς)] … Dictionary of Greek
γυπιάς — vulture haunted fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)