είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
εἷμα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱμάτων — εἷμα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵμασι — εἷμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵμασιν — εἷμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵματα — εἷμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵματι — εἷμα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵματος — εἷμα garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵμαθ' — εἵματα , εἷμα garment neut nom/voc/acc pl εἵματι , εἷμα garment neut dat sg εἵματε , εἷμα garment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵματ' — εἵματα , εἷμα garment neut nom/voc/acc pl εἵματι , εἷμα garment neut dat sg εἵματε , εἷμα garment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμα — ἷμα, τὸ (Α) βλ. είμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι γλώσσα τού Ησύχ. και προφανώς άλλος τ. τής λ. εἷμα] … Dictionary of Greek