- ζῳο-θηρία
ζῳο-θηρία, ἡ, das Jagen, Fangen lebendiger Thiere, Plat. Soph. 223 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῳο-θηρία, ἡ, das Jagen, Fangen lebendiger Thiere, Plat. Soph. 223 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
χερσοθηρία — ἡ, Μ το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + θηρία (< θήρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ζωο θηρία, ὑδρο θηρία] … Dictionary of Greek
πεζοθηρία — ἡ, Α πιθ. κυνήγι χερσαίων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + θηρία (< θήρ, θηρός), πρβλ. ζωο θηρία] … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… … Dictionary of Greek
πεζοθηρικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι χερσαίων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + θηρικός (< θηρία < θήρ), πρβλ. ζωο θηρικός] … Dictionary of Greek
πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
χειροήθης — όηθες, Α 1. (για ζώο) συνηθισμένος στα χέρια κάποιου, εκείνος τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να μεταχειριστεί, ήμερος (α. «πολλὰ τῶν ἀγρίων ζῴων δαμαζόμενα γίνονται χειροήθη», Διόδ. Σικ. β. «ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον,… … Dictionary of Greek
θηρίο — θηρίο, το και θεριό, το 1. άγριο ζώο: Τα θηρία του δάσους. 2. άνθρωπος υγιής, δυνατός: Είναι θεριό αυτός κι αντέχει. – Πολεμούσαν τα θεριά νύχτα μέρα. 3. σκληρόκαρδος ή εξαγριωμένος άνθρωπος: Μόλις το άκουσε έγινε θεριό ανήμερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)