- κῶθος
κῶθος, ὁ, der sicilische Name des Fisches κωβιός, vgl. Mein. I, 530.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῶθος, ὁ, der sicilische Name des Fisches κωβιός, vgl. Mein. I, 530.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώθος — κῶθος, ὁ (Α) (σικελική ονομ.) το ψάρι κωβιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων «είδος ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο»] … Dictionary of Greek
κῶθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῶθον — κῶθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώθους — κῶθος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθάριον — κωθάριον, τὸ (Α) [κώθος] μικρός κωβιός … Dictionary of Greek
κώθωνας — ο (Α κώθων, ωνος) μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτών αρχ. 1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες 2. συμπόσιο, ευωχία 3. κῶθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
κώθων — Laconian drinking vessel masc nom/voc sg κῶθος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)