- ζῳο-γενής
ζῳο-γενής, ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῳο-γενής, ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωογενής — ές (Α ζωογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός νεοελλ. αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
κτηνογενής — κτηνογενής, ές (Μ) αυτός που γεννήθηκε από κτήνος, από ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + γενής (< γένος), πρβλ. πυρο γενής, σεισμο γενής] … Dictionary of Greek
νοθογενής — ές (Α νοθαγενής, Μ νοθογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο, νόθος νεοελλ. (για ζώο ή φυτό) αυτός που προέρχεται από διασταύρωση διαφορετικών ειδών μσν. αναξιόπιστος αρχ. αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + γενής… … Dictionary of Greek