- ζῳο-γόνος
ζῳο-γόνος, Leben, Lebendiges hervorbringend, Sp.; Anth. IX, 525, 7 heißt so Apollo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῳο-γόνος, Leben, Lebendiges hervorbringend, Sp.; Anth. IX, 525, 7 heißt so Apollo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλεκτρογόνος — ο αυτός που παράγει ηλεκτρισμό, ο ηλεκτροπαραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, ζωο γόνος] … Dictionary of Greek
θερμογόνος — ο, θηλ. και α αυτός που παράγει θερμότητα («θερμογόνος πηγή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. ανδρο γόνος, ζωο γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek
καματογόνος — α, ο 1. αυτός που προκαλεί τον κάματο 2. φρ. «καματογόνες ουσίες» ενδογενείς τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τη σωματική εργασία και αθροίζονται στον οργανισμό προκαλώντας τον κάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ… … Dictionary of Greek
καρπογόνος — καρπογόνος, ον (Α) 1. αυτός που φέρει καρπό, ο καρποφόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρπογόνον η καρπογονία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος ζωο γόνος)] … Dictionary of Greek
κολλογόνος — ο κολλαγόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, ζωο γόνος] … Dictionary of Greek
κοσμογόνος — ο (ΑM κοσμογόνος, ον) αυτός που δημιουργεί τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. ζωο γόνος, θεο γόνος] … Dictionary of Greek
τερατογόνος — ο, ΝΑ, θηλ. και τερατογόνα Ν αυτός που γεννά ή προκαλεί τη γέννηση τεράτων νεοελλ. φρ. «τερατογόνοι παράγοντες» φυσικοί, μηχανικοί, χημικοί ή μικροβιολογικοί παράγοντες που επιδρούν στο έμβρυο ή στο ωάριο και προκαλούν τη γένεση τερατωδών μορφών … Dictionary of Greek
ψυχογόνος — ον, Α αυτός που γεννά ψυχή («ἡ γὰρ δεκάς ἐστι ψυχογόνος», Ερμ. Τρισμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο γόνος] … Dictionary of Greek
θηλυγόνος — ο (Α θηλυγόνος, ον) 1. αυτός που γεννά τέκνα θηλυκού γένους 2. (θοτ.) το ουδ. ως ουσ. το θηλυγόνο(ν) φυτό για το οποίο πίστευαν ότι συνεργούσε σε θηλυγονία, η θήλεια λινόζωστις, κν. σήμερα ξυγκάκι ή ξυγκόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γόνος (<… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ζωγονώ — ζωγονώ, έω (Α) πάπ. (για δέντρα) θάλλω, είμαι σε ακμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + γονω ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο γονώ, τεκνο γονώ] … Dictionary of Greek