- ζῳο-κτόνος
ζῳο-κτόνος, Thiere tödtend, Philostr. v. Apoll. 2, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῳο-κτόνος, Thiere tödtend, Philostr. v. Apoll. 2, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυκτόνος — θηλυκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομο κτόνος, ζωο κτόνος] … Dictionary of Greek
ιχθυοκτόνος — ο (Μ ἰχθυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει, που καταστρέφει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ζωο κτόνος, ταυρο κτόνος] … Dictionary of Greek