- κῶθα
κῶθα, erkl. Hesych. ποτήρια. S. κώϑων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῶθα, erkl. Hesych. ποτήρια. S. κώϑων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώθα — κῶθα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ποτήρια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων «είδος ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο»] … Dictionary of Greek