- ζῳο-φάγος
ζῳο-φάγος, Thiere, Fleisch fressend, Ggstz καρποφάγος, Arist. pol. 1, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῳο-φάγος, Thiere, Fleisch fressend, Ggstz καρποφάγος, Arist. pol. 1, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακανθοφάγος — ἀκανθοφάγος, ον (Α) (ζώο) που τρώει αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω. ΠΑΡ. μσν. ἀκανθοφαγῶ] … Dictionary of Greek
μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… … Dictionary of Greek