- ζῳο-τόκος
ζῳο-τόκος, lebendige Innge gebärend, Arist. H. A. 1, 5 u. öfter; Theocr. 25, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῳο-τόκος, lebendige Innge gebärend, Arist. H. A. 1, 5 u. öfter; Theocr. 25, 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κυριοτόκος — Κυριοτόκος, ἡ (Α) (για την Παρθένο) αυτή που γέννησε τον Κύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο τόκος, Θεο τόκος] … Dictionary of Greek
κοσμοτόκος — κοσμοτόκος, ον (ΑM) μσν. αυτός που δημιούργησε τον κόσμο αρχ. (για φιλοσόφους) αυτός που δημιουργεί σύστημα ή θεωρία σχετικά με τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο τόκος, θεο τόκος] … Dictionary of Greek
κυπελλοτόκος — κυπελλοτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά κύπελλα («κυπελλοτόκος τράπεζα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ζωο τόκος] … Dictionary of Greek
νοερητόκος — νοερητόκος, ον (Α) (για τον Θεό) αυτός από τον οποίο εκπορεύεται κάθε νόηση, ο δημιουργός νοερών, πνευματικών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοερός + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο τόκος. Το η τού τ. αντί τού ο οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή … Dictionary of Greek
αυτότοκος — αὐτότοκος, ον (Α) (για θηλ. ζώο) μαζί με τα έμβρυα που πρόκειται να γεννήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρτίτοκος, επίτοκος)] … Dictionary of Greek
επίτοκος — η, ο (Α ἐπίτοκος, ον) (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.) αρχ. 1. γόνιμος, καρποφόρος 2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)] … Dictionary of Greek
εύτοκος — η, ο (Α εὔτοκος, ον) (για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη αρχ. 1. γόνιμος σε τέκνα 2. αυτός που βοηθά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ τού θ. τεκ (πρβλ. αόρ. β… … Dictionary of Greek
τοκάς — (I) άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α (συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.) 1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη 2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.) 3. γόνιμη, καρπερή 4. μητέρα («τοκάδα τὰν...… … Dictionary of Greek