κῶμο

κῶμο

κῶμο, statt κῶμος, sagt der Scythe bei Ar. Th. 1176.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κώμο — κῶμο (Α) κώμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός βαρβαρισμός στον Αριστοφάνη] …   Dictionary of Greek

  • αγλαόκωμος — ἀγλαόκωμος, ον (Α) αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κῶμος] …   Dictionary of Greek

  • εγκώμιος — ἐγκώμιος, ον (Α) 1. εγχώριος, ντόπιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε βακχικό θίασο, πομπή ή κώμο …   Dictionary of Greek

  • εκκωμάζω — ἐκκωμάζω (Α) 1. βγαίνω και συμπεριφέρομαι αδιάντροπα σαν να μετέχω σε κώμο 2. εκπορνεύω …   Dictionary of Greek

  • επίκωμος — ἐπίκωμος, ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»] …   Dictionary of Greek

  • επεισκωμάζω — ἐπεισκωμάζω (Α) 1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.) 2. κάνω επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»] …   Dictionary of Greek

  • κυματοπλήξ — κυματοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ κυματοπλήξ χειμερία κλονεῑται», Σοφ.) 2. αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κωμάδιος — κωμάδιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυπτ άδιος, λαμπ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • κωμαστής — κωμαστής, οῡ, ὁ (Α) [κωμάζω] 1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῡ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.) 2. (στην Αίγυπτο) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κωμαστικός — κωμαστικός, ή, όν (Α) [κωμάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο («κωμαστική ὄρχησις», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

  • κωμηγέτης — ὁ (Α) αυτός που προΐστατο σε κώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππ ηγέτης, κυν ηγέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”