πυκταλεύω, = Folgdm, Sophron u. E. M. 345, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκταλεύω — pres subj act 1st sg πυκταλεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκταλεύω — Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πυκταλίζω κατά το πυκτεύω*] … Dictionary of Greek