- ζῳδαρίδιον
ζῳδαρίδιον, τό, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῳδαρίδιον, τό, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… … Dictionary of Greek
ζῳδαρίδιον — tiny figure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)