- ζῶγρος
ζῶγρος, ὁ, = ζωγρεῖον, Sp., wie Schol. Nic. Th. 825.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζῶγρος, ὁ, = ζωγρεῖον, Sp., wie Schol. Nic. Th. 825.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζώγρος — ζῶγρος, ὁ (Α) κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ζωγρείον] … Dictionary of Greek
ζῶγρος — cage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῶγρον — ζῶγρος cage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγροις — ζῶγρος cage masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώγρῳ — ζῶγρος cage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)