ζῳό-μορφος

ζῳό-μορφος

ζῳό-μορφος, von Thiergestalt, Plut. Num. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενταυρόμορφος — κενταυρόμορφος, ον (Α) (για τη μονοφυσιτική δοξασία) αυτός που έχει μορφή κενταύρου, αυτός που συνδυάζει δύο ατελείς υπάρξεις σε ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ζωό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • πυρσόμορφος — ον, Μ αυτός που μοιάζει με φωτιά, που έχει πυρώδη μορφή. επίρρ... πυρσομόρφως Μ με πυρώδη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ζωό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • τερατόμορφος — η, ο / τερατόμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μορφή τέρατος, τερατώδης (α. «τερατόμορφο πλάσμα» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει διάπλαση τέρατος («τερατόμορφο κύημα») 2. μτφ. υπερβολικά άσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”