- κῑονίσκος
κῑονίσκος, ὁ, dim. von κίων, kleine Säule; Ath. XII, 514 c; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑονίσκος, ὁ, dim. von κίων, kleine Säule; Ath. XII, 514 c; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιονίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονίσκος — ο (Α κιονίσκος) [κίων] μικρός κίονας, μικρός στύλος νεοελλ. ναυτ. στον πληθ. οι κιονίσκοι μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πλοίων και χρησιμοποιούνται για την ανάδεση τών σχοινιών ρυμούλκησης … Dictionary of Greek
κιονίσκοι — κιονίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονίσκου — κιονίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονίσκων — κιονίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
μιλιοδείκτης — ο κιονίσκος κατά μήκος τών δρόμων για ένδειξη τών αποστάσεων σε μίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλι + δείκτης (< δείχνω), πρβλ. ωρο δείκτης] … Dictionary of Greek
στυλίδα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (4.993 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (36 τ. χλμ., 5.088 κάτ.), στον οποίον ανήκουν και τα χωριά Πεταράδες (26 κάτ.) και Μελίσσια (69 κάτ.). Ο παράλιος… … Dictionary of Greek
στυλίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος νεοελλ. ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων μσν. ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη αρχ. 1. βακτηρία, ράβδος 2. τμήμα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάρου — Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα και ομορφότερα δείγματα τέχνης που άνθησε στις Κυκλάδες και έφτασε στο απόγειό της τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Αν και αποτελείται μόνο από τρεις αίθουσες και μια αυλή, είναι… … Dictionary of Greek
ՍԻՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Early classical գ. στύλος columna. կամ ըստ հայումս՝ κιονίσκος, κιονίς, στυλίσκος, στυλίς columella. Սիւն փոքրիկ. ... տես. Ել. ՟Ի՟Զ. 16 = 18: ՟Լ՟Է. 11: *Որպիսի սիւնակք, կամ որպիսի ապարումք. Ոսկ. ես.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)