- πυκτός
πυκτός, = πτυκτός, zw., Jac. A. P. p. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκτός, = πτυκτός, zw., Jac. A. P. p. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκτός — ή, όν, Α βλ. πτυκτός … Dictionary of Greek
πτυκτός — ή, ό / πτυκτός, ή, όν, ΝΑ, και πυκτός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, διπλωτός αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτυκτόν η διπλωμένη γάζα σε πληγή 2. φρ. «πίναξ πτυκτός» δέλτος διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες… … Dictionary of Greek