- κῑό-κρᾱνον
κῑό-κρᾱνον, τό, = κιονόκρανον; Inscr.; Plat. com. bei B. A. 105, 10; Poll. 7, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῑό-κρᾱνον, τό, = κιονόκρανον; Inscr.; Plat. com. bei B. A. 105, 10; Poll. 7, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπισθόκρανον — ὀπισθόκρανον, τὸ (Μ) το οπισθοκράνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + *κράνον (πρβλ. κιό κρανον)] … Dictionary of Greek