κήλον — κῆλον, τὸ (Α) 1. το ξύλο, το στέλεχος τού βέλους 2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῑο», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «κῆλα νεῶν» α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων β) συνεκδ. τα πλοία 4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» τα ξύλα τής φόρμιγγας, η… … Dictionary of Greek
κηλόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξηρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κήλεος] … Dictionary of Greek
κῆλον — shaft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… … Dictionary of Greek
κήλαστρος — (I) κήλαστρος, ἡ (Α) το φυτό πρίνος, κηλάστρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλασ τρος / τρον. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλαστρος / τρον κατά δέπασ τρον, ζύγασ τρον. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. κήλη, ενώ κατ άλλους προήλθε από τον τ. κήλον «βέλος, ξύλο», λόγω… … Dictionary of Greek
κήλων — ο (ΑΜ κήλων, ωνος) επιβήτορας ίππος ή όνος αρχ. 1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι 2. προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε ων / ωνος (πρβλ. γάστρ ων, γλίσχρ ων), που… … Dictionary of Greek
περίκηλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός 2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κηλόν «ξηρό»] … Dictionary of Greek
κῆλ' — κῆλα , κήλας adjutant masc voc sg κῆλα , κήλας adjutant masc nom sg (epic) κῆλαι , κήλας adjutant masc nom/voc pl κῆλαι , κήλη tumour fem nom/voc pl κῆλα , κῆλον shaft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆλα — κήλας adjutant masc voc sg κήλας adjutant masc nom sg (epic) κῆλον shaft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλων — swipe masc nom/voc sg κή̱λων , κῆλον shaft neut gen pl κηλόω have an abnormal delivery imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κηλόω have an abnormal delivery imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)