- κῆγχος
κῆγχος od. κῆχος, VLL., die ποῖ κῆγχος; od. ποῖ κῆχος; = ποῖ γῆς, »wohin des Landes«? aus Ar. u. Pherecrat. anführen; Moeris sagt, es sei attisch = δή, v. l. γῆ; Apoll. Dysc. leitet es von πῆ und ἄγχος ab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῆγχος od. κῆχος, VLL., die ποῖ κῆγχος; od. ποῖ κῆχος; = ποῖ γῆς, »wohin des Landes«? aus Ar. u. Pherecrat. anführen; Moeris sagt, es sei attisch = δή, v. l. γῆ; Apoll. Dysc. leitet es von πῆ und ἄγχος ab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηγχός — (Α) ιων. τ. αντί κῇ ἀγχός) σε ποιο τόπο, πού γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κῇ ἀγχός] … Dictionary of Greek
κήχος — κῆχος και κῆγχος ή κηγχός (Α) (πάντοτε στη φρ.) «ποῑ κῆχος;» σε ποιό τόπο; πού γης; για πού; (α. «ποῑ κῆχος;» «εὐθύς Σικελίας», Αριστοφ. β. «ποῑ κῆχος;» «ἐγγύς ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek