- γῆρυς
γῆρυς, υος, ἡ, Stimme, Ton, Schall, Il. 4, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; Soph. O. R. 187; Eur. Rhes. 294 u. öfter; Sp. D.; Plut. Pyth. or. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γῆρυς, υος, ἡ, Stimme, Ton, Schall, Il. 4, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; Soph. O. R. 187; Eur. Rhes. 294 u. öfter; Sp. D.; Plut. Pyth. or. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήρυς — γῆρυς και γᾱρυς ( υος), η (Α) 1. φωνή, λαλιά, λόγος 2. φωνή που εκφράζει πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, με βασική σημασία «φωνή» (από ινδοευρ. ρίζα *ğar «φωνάζω, κραυγάζω») απ όπου μετά η σημασία «λαλιά, λόγος». Συσχετίζεται επίσης με τη… … Dictionary of Greek
γῆρυς — voice fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γῆρυν — γῆρυς voice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόγηρυς — καλόγηρυς, ήρυος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή φωνή, ο καλλίφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γηρυς (< γῆρυς «φωνή, ομιλία»), πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς] … Dictionary of Greek
CERES — Saturni et Opis filia, frugum inventrix, et cultûs terae. Virg. l. 1. Georg. v. 147. Prima Ceres ferrô mortales vertere terram Instituit: cum iam glandes atque arbuta sacrae Deficerent silvae, et victum Dodona negaret. Ex qua Iuppiter Proserpinam … Hofmann J. Lexicon universale
μειλιχόγηρυς — μειλιχόγηρυς, υ (Α) αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek
μελίγηρυς — και δωρ. τ. μελίγαρυς, υος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει γλυκιά σαν μέλι φωνή, γλυκύφωνος, μελωδικός (α. «μελίγηρυν ὄπα», Ομ. Οδ. β. «μελιγάρυες ὕμνοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek
Gerýon — GERÝON, ŏnis, Gr. Γηρυὼν, όνος, (⇒ Tab. XI.) 1 §. Namen. Diesen leiten einige von dem griechischen Worte γῆρυς, εως, eine Stimme her, Voss. Etymol. in Garrio. vielleicht weil solcher Gerion mit seinen dreyen Köpfen auch eine gute Stimme zu… … Gründliches mythologisches Lexikon
ποικιλόγηρυς — και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, Α αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό γηρυς)] … Dictionary of Greek
τετράγηρυς — υ, Α (για το τετράχορδο) αυτός που έχει τέσσερεις τόνους ή τέσσερεις φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γῆρυς «φωνή, λαλιά» (πρβλ. εὔ γηρυς)] … Dictionary of Greek
горе — укр. горе, ст. слав. горе, сербохорв. го̀ра падучая болезнь , словен. gorjȇ горе, плач , чеш. hoře – то же, др. польск. gorze. K гореть. Ср. др. инд. c̨ōkas пламя, жар , также мука, печаль, горе , нов. перс. sōg горе, печаль ; см. Бернекер 1,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера