- εἰθίζω
εἰθίζω, p. = ἐϑίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰθίζω, p. = ἐϑίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθίζω — (AM ἐθίζω, Α ποιητ. εἰθίζω) [έθος] 1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι, κάνω κάποιον να συνηθίσει κάτι 2. (γ πρόσ.) εἴθισται επικρατεί συνήθεια 3. (ενεργ. αμτβ.) αποκτώ τη συνήθεια … Dictionary of Greek