- εἰλάτινος
εἰλάτινος, p. = ἐλάτινος, von der Fichte; ὄζοι Il. 14, 289; ὕλη Eur. Hec. 632; von Fichtenholz, ἱστός Od. 2, 424; δοκοί 19, 39; πλάται Eur. Hel. 1461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰλάτινος, p. = ἐλάτινος, von der Fichte; ὄζοι Il. 14, 289; ὕλη Eur. Hec. 632; von Fichtenholz, ἱστός Od. 2, 424; δοκοί 19, 39; πλάται Eur. Hel. 1461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειλάτινος — βλ. ελάτινος … Dictionary of Greek
εἰλάτινος — ἐλάτινος of the fir masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάτινος — η, ο (AM ἐλάτινος, η, ον και ἐλάτινος, ον Α και εἰλάτινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα») 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής… … Dictionary of Greek
επιρρήσσω — ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α) 1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ 3 … Dictionary of Greek