- κώληξ
κώληξ, ηκος, ὁ, = κωλῆ, Schol. Ar. Plut. 1128. Vgl. κώληψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώληξ, ηκος, ὁ, = κωλῆ, Schol. Ar. Plut. 1128. Vgl. κώληψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώληξ — κώληξ, ηκος, ὁ (Α) κώληψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + επίθημα ηξ, ηκος με επίδραση τού κώληψ* (πρβλ. μύρμ ηξ, σκώλ ηξ)] … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek