- εἱλικόεις
εἱλικόεις, εσσα, εν, p. für ἑλικόεις, gewunden; ἀσπίς Nic. Th. 201; κτίλοι, mit gewundenen Hörnern, Opp. Cyn. 1, 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἱλικόεις, εσσα, εν, p. für ἑλικόεις, gewunden; ἀσπίς Nic. Th. 201; κτίλοι, mit gewundenen Hörnern, Opp. Cyn. 1, 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειλικόεις — εἱλικόεις, εσσα, εν (Α) 1. στριφογυριστός 2. αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες») 3. αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις δράκων») … Dictionary of Greek
εἱλικόεις — with crooked horns masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικοέσσαις — εἱλικόεις with crooked horns fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικόεντας — εἱλικόεις with crooked horns masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικόεντες — εἱλικόεις with crooked horns masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικόεντι — εἱλικόεις with crooked horns masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικόεντος — εἱλικόεις with crooked horns masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek