εἰλετίας, ὁ, eine Rohrart, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειλετίας — εἰλετίας, ο (Α) είδος καλαμιού … Dictionary of Greek
εἰλετίας — εἰλετίᾱς , εἰλετίας reed masc acc pl εἰλετίᾱς , εἰλετίας reed masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)