- εἰδάλιμος
εἰδάλιμος, 1) schön von Gestalt (εἶδος), Od. 24, 278, wo es εὐειδής erklärt wird. – 2) Σειρήνων εἰδ., ähnlich, Mnasalc. 17 (VII, 491).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰδάλιμος, 1) schön von Gestalt (εἶδος), Od. 24, 278, wo es εὐειδής erklärt wird. – 2) Σειρήνων εἰδ., ähnlich, Mnasalc. 17 (VII, 491).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειδάλιμος — εἰδάλιμος, η, ο (Α) 1. όμορφος 2. αυτός που μοιάζει με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδος άπαξ ειρημένος τ., πιθ. αναλογικά σχηματισμένος κατά το κυδάλιμος] … Dictionary of Greek
εἰδάλιμος — shapely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδάλιμον — εἰδάλιμος shapely masc acc sg εἰδάλιμος shapely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδαλίμη — εἰδάλιμος shapely fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδαλίμου — εἰδάλιμος shapely masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδάλιμοι — εἰδάλιμος shapely masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδαλίμας — εἰδαλίμᾱς , εἰδάλιμος shapely fem acc pl εἰδαλίμᾱς , εἰδάλιμος shapely fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκάλιμος — η, ον, Α εμβριθής, οξύς, έξυπνος («φρεσὶ πευκαλίμῃσιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα άλιμος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. εἰδάλιμος. εἶδος] … Dictionary of Greek
ku̯erp-, also kuerb- — ku̯erp , also kuerb English meaning: to turn, wind Deutsche Übersetzung: ‘sich drehen” Material: Gk. καρπός “Handwurzel” (Drehpunkt the hand), καρπάλιμος “behende, quick, fast” (formation as εἰδάλιμος; reduction of u̯ through Diss … Proto-Indo-European etymological dictionary
u̯(e)id-2 — u̯(e)id 2 English meaning: to see; to know Deutsche Übersetzung: “erblicken, sehen” Grammatical information: (originally Aorist), Zustandsverbum u̯(e)idē(i) , nasalized u̯i n d , perf. u̯oid а “have seen, white”, whence die… … Proto-Indo-European etymological dictionary