εἰδο-ποιός

εἰδο-ποιός

εἰδο-ποιός, eine Species machend, specifisch, Arist. Nic. 10, 4, 2; διαφοραί, top. 6, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοποιός — ό (AM θεοποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» η θεοποιητική) μσν. αρχ. αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο τής θείας φύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, ειδο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καρποποιός — καρποποιός, όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο ποιός, ηθο ποιός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”