κώδιον — κώδιον, τὸ (ΑM, Α και κῴδιον) δέρμα προβάτου, προβιά αρχ. 1. το χρυσόμαλλο δέρας 2. φρ. «Δῑον κῴδιον» δέρμα κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῴδιον < θ. κω τού κῶας + κατάλ. ίδιον, τής οποίας το ι… … Dictionary of Greek
κῴδιον — sheepskin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδίοις — κώδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδίου — κώδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδίων — κώδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδίῳ — κώδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωιδίοις — κῴδιον sheepskin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωίδιον — κῴδιον sheepskin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῳδίοις — κῴδιον sheepskin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῳδίου — κῴδιον sheepskin neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)