- κώμαξ
κώμαξ, ακος, ὁ, von κωμάζω, ein muthwilliger, ausgelassener Mensch, Eust. 1749, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώμαξ, ακος, ὁ, von κωμάζω, ein muthwilliger, ausgelassener Mensch, Eust. 1749, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώμαξ — κώμαξ, ακος, ὁ (Α) ασελγής άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με κῶμος] … Dictionary of Greek