- ζώμευμα
ζώμευμα, τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζώμευμα, τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζώμευμα — ζώμευμα, τό (Α) [ζωμεύω] (σε κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα*, την… … Dictionary of Greek
ζωμευμάτων — ζώμευμα soup neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμεύματα — ζώμευμα soup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)