εἰδότως

εἰδότως

εἰδότως, kundig, geschickt; Aesch. 1, 111; Arist. phys. ausc. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἰδότως — knowingly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδότως — (AM εἰδότως) επίρρ. με τέλεια γνώση, επιστημονικά …   Dictionary of Greek

  • παρακολουθητικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”