εἰδωλο-λατρεία

εἰδωλο-λατρεία

εἰδωλο-λατρεία, , Götzendienst, N. T u. K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ειδωλολατρία — Η λατρεία που αποδίδεται στα είδωλα (βλ. λ. είδωλο). Οι ελληνόφωνοι Εβραίοι και οι πρώτοι χριστιανοί χαρακτήριζαν ειδωλολάτρες εκείνους που λάτρευαν τις διάφορες θεότητες του ελληνικού, ρωμαϊκού, αιγυπτιακού και ανατολικού πανθέου. Οι λατινόφωνοι …   Dictionary of Greek

  • Εμπέρ, Ζακ-Ρενέ — (Jacques René Hébert, Αλανσόν 1757 – Παρίσι 1794). Γάλλος επαναστάτης. Απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα μέσα από τα μαχητικά άρθρα που δημοσίευε στην εφημερίδα του Le Père Duchesne (από την οποία επονομάστηκε και μπάρμπα Ντισέν). Υπήρξε ένας από τους …   Dictionary of Greek

  • ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”