- εἰδωλο-φανής
εἰδωλο-φανής, ές, wie ein Bild erscheinend, Plut. placit. phil. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰδωλο-φανής, ές, wie ein Bild erscheinend, Plut. placit. phil. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπνοφανής — ές, Α αυτός που φαίνεται στον ύπνο, που φανερώνεται σε όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. εἰδωλο φανής, ὀφθαλμοφανής] … Dictionary of Greek