- εἰδωλο-ποιϊκός
εἰδωλο-ποιϊκός, ή, όν, ab-, nachbildend, τέχνη -ική, Plat. Soph. 235 b 264 c. Vgl. εἴδωλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰδωλο-ποιϊκός, ή, όν, ab-, nachbildend, τέχνη -ική, Plat. Soph. 235 b 264 c. Vgl. εἴδωλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.