- εἴ τις
εἴ τις, s. unter εἰ
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴ τις, s. unter εἰ
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίς — masc/fem nom sg τις , τις any one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τίς γλαῦκ’ Ἀθήναζ’ ἤγαγε. — τίς γλαῦκ’ Ἀθήναζ’ ἤγαγε. См. В море воды довольно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν. — τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν. См. И я его лягнул … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τις — any one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τῖς — τις any one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
Τίς ἂν δίκην κρίνειεν, ἢγνοίη λόγον… — См. Не спеши карать, спеши выслушать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τίς ἐστιν ὄρνις οὑτοσί. — См. Редкая птица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὶς δ’ οὐχι ἐστι θνητῶν. — См. Человеку свойственно ошибаться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τις πταίει; — Σατιρική αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1875. Τον τίτλο της πήρε από το ομότιτλο άρθρο του Χαρ. Τρικούπη … Dictionary of Greek