- εἰκαιοσύνη
εἰκαιοσύνη, ἡ, Unbesonnenheit, Eitelkeit, Timon bei D. L. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰκαιοσύνη, ἡ, Unbesonnenheit, Eitelkeit, Timon bei D. L. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εικαιοσύνη — εἰκαιοσύνη, η (Α) [εικαίος] απερισκεψία … Dictionary of Greek
εἰκαιοσύνης — εἰκαιοσύνη thoughtlessness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικαιότης — εἰκαιότης, η (Α) [εικαῑος] η είκαιοσύνη … Dictionary of Greek