- εἰκασμός
εἰκασμός, ὁ, die Vermuthung; εἰκασμῷ λέγειν, Ggstz κατὰ βέβαιον ἱστορίαν, Plut. Har. 11; Luc. Hermot. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰκασμός, ὁ, die Vermuthung; εἰκασμῷ λέγειν, Ggstz κατὰ βέβαιον ἱστορίαν, Plut. Har. 11; Luc. Hermot. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰκασμός — conjecturing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικασμός — ο (AM εἰκασμός) [εικάζω] υπολογισμός … Dictionary of Greek
εἰκασμοῖς — εἰκασμός conjecturing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασμοῦ — εἰκασμός conjecturing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασμούς — εἰκασμός conjecturing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασμῶν — εἰκασμός conjecturing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασμῷ — εἰκασμός conjecturing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασμόν — εἰκασμός conjecturing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)