- εἴωθα
εἴωθα, perf. zu ἔϑω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴωθα, perf. zu ἔϑω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είωθα — εἴωθα, εἰωθός βλ. έθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σε σFωθα, με ανομοίωση τών δασέων και αντέκταση < ΙΕ ρίζα *swedh «συνήθεια, έθιμο, άσυλο». Ο τ. είωθα είναι αρχαίος αμετάβατος παρακείμενος τού άχρηστου ενεστώτα έθω* και συνδέεται με λατ. suēsco… … Dictionary of Greek
εἴωθα — ἔθω to be accustomed perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰώθασι — εἰώθᾱσι , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰώθασιν — εἰώθᾱσιν , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴωθ' — εἴωθα , ἔθω to be accustomed perf ind act 1st sg εἴωθε , ἔθω to be accustomed perf imperat act 2nd sg εἴωθε , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
se- — se English meaning: reflexive pronoun Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “abseits, getrennt, for sich”, dann Reflexivpronomen Note: and (after analogy from *t(e)u̯e) s(e)u̯e Material: se and s(e)u̯e Reflexivpronomen for alle… … Proto-Indo-European etymological dictionary