- εἴσωθεν
εἴσωθεν, Hippocr., = ἔσωϑεν, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴσωθεν, Hippocr., = ἔσωϑεν, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… … Dictionary of Greek