- εἴς-οπτος
εἴς-οπτος, anzusehen, sichtbar, Her. 2, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴς-οπτος, anzusehen, sichtbar, Her. 2, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ … Dictionary of Greek