- εἴς-ροος
εἴς-ροος, zsgz. -ρους, ὁ, das Einfließen; ποιεῖσϑαι, = εἰςρέω, Arist. mund. 3, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἴς-ροος, zsgz. -ρους, ὁ, das Einfließen; ποιεῖσϑαι, = εἰςρέω, Arist. mund. 3, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίρρους — παλίρρους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.) 2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.) 3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ροΐζω — ΜΑ [ῥόος / ῥοή] (σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek
χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek