- εἰαρόεις
εἰαρόεις, εσσα, εν, Maneth. 4, 275, = ἐαρινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰαρόεις, εσσα, εν, Maneth. 4, 275, = ἐαρινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειαρόεις — εἰαρόεις, εσσα, εν (Α) ο εαρινός … Dictionary of Greek
εἰαρόεντος — εἰαρόεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαρόεσσ' — εἰαρόεσσα , εἰαρόεις fem nom/voc sg εἰαρόεσσαι , εἰαρόεις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)