εἴρων — εἴρω fasten together in rows pres part act masc nom sg εἴρων dissembler masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρώνων — εἴρων dissembler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρωνα — εἴρων dissembler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρωνας — εἴρων dissembler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρωνες — εἴρων dissembler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρωνι — εἴρων dissembler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρωνος — εἴρων dissembler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Eiron — In Greek drama, the eiron (ειρων, self deprecator)Head Royce School (2006). [http://ns.headroyce.org/ denelow/Shakespeare/Twelfth%20Night/frye.html Northrop Frye on Comedy (from The Anatomy of Criticism)] ] was a comedic character who succeeded… … Wikipedia
γεμιτζής — ο 1. παλιός, έμπειρος ναυτικός 2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα 3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»] … Dictionary of Greek
θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… … Dictionary of Greek