- πυρί-φοιτος
πυρί-φοιτος, im Feuer gehend, Orph. H. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρί-φοιτος, im Feuer gehend, Orph. H. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίφοιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Περσεφόνης) αυτός που βρίσκεται συχνά ή συνεχώς στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φοιτος (< φοιτώ «συχνάζω»), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] … Dictionary of Greek