κήλητρον

κήλητρον

κήλητρον, τό, = κήληϑρον, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κήλητρον — κήλητρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ητρον (πρβλ. μίσ ητρον, φίλ ητρον)] …   Dictionary of Greek

  • Κήλητρον ή Κέλετρον — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας σε οχυρή τοποθεσία. Βρισκόταν στον ισθμό μιας μικρής χερσονήσου που εισχωρεί βαθιά στη λίμνη της Καστοριάς, στην τοποθεσία όπου απλώνεται σήμερα η Καστοριά. Το Κ. ιδρύθηκε τον 5o αι. π.Χ. από Αιολείς. Στον πόλεμο των… …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”