κήθιον

κήθιον

κήθιον, τό, = Folgdm, Hermipp. bei Schol. Ac. Vesp. 674; vgl. Ath. XI, 477 d; nach Eust. 1259, 36 ion. κείϑιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κήθιον — και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) [κηθίς] κηθάριον* …   Dictionary of Greek

  • κήτιον — κήτιον, τὸ (Α) 1. είδος άγριου πράσου που χρησιμοποιούνταν ως εμετικό 2. (κατά τον Ησύχ.) κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήθιον (< κηθίς* «ψηφοδόχος») με απώλεια τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”