γήθυον

γήθυον

γήθυον, τό, Porreezwiebel, Lauch, com. Ath. a. a. O.; s. γήτειον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γήθυον — και γῆθυ και γήτειον, το (Α) είδος πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς] …   Dictionary of Greek

  • γήθυον — neut nom/voc/acc sg γήτειον horn onion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθύοις — γήθυον neut dat pl γήτειον horn onion neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθύου — γήθυον neut gen sg γήτειον horn onion neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθύων — γήθυον neut gen pl γήτειον horn onion neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήθυα — γήθυον neut nom/voc/acc pl γήτειον horn onion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο …   Dictionary of Greek

  • γήτειον — γήτειον, το (Α) βλ. γήθυον …   Dictionary of Greek

  • στυπ(π)είο — και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Α το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • τήθος — τὸ, Α το μαλάκιο τηθύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”