κήδιστος

κήδιστος

κήδιστος, ein superl., von κῆδος abgeleitet, der Bdtg nach zu κήδειος gehörig, der Fürsorge, Achtung am würdigsten, der theuerste, wertheste; κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il. 9, 642, vgl. γαμβρὸς ἢ πενϑερός· οἵτε μάλιστα κήδιστοι τελέϑουσι μεϑ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν Od. 8, 582; ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων, ἦν κεδνότατός τε 10. 225.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… …   Dictionary of Greek

  • κήδιστος — most worthy of one s care masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδίστων — κήδιστος most worthy of one s care fem gen pl κήδιστος most worthy of one s care masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδίστους — κήδιστος most worthy of one s care masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδιστοι — κήδιστος most worthy of one s care masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • k̂ād- : k̂ǝdes- : k̂ǝd-s- —     k̂ād : k̂ǝdes : k̂ǝd s     English meaning: uneasiness, displeasure, hate     Deutsche Übersetzung: ‘seelische Verstimmung; Kummer, Haß”     Note: It derived from Root od 2 (*had ): “disgust, hate” earlier Root od 1 (*had ): “to smell, *have… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”