κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… … Dictionary of Greek
κήδιστος — most worthy of one s care masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδίστων — κήδιστος most worthy of one s care fem gen pl κήδιστος most worthy of one s care masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδίστους — κήδιστος most worthy of one s care masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδιστοι — κήδιστος most worthy of one s care masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
k̂ād- : k̂ǝdes- : k̂ǝd-s- — k̂ād : k̂ǝdes : k̂ǝd s English meaning: uneasiness, displeasure, hate Deutsche Übersetzung: ‘seelische Verstimmung; Kummer, Haß” Note: It derived from Root od 2 (*had ): “disgust, hate” earlier Root od 1 (*had ): “to smell, *have… … Proto-Indo-European etymological dictionary